Το κουαρτέτο της ξενέρας: ένα παραμύθι για την αποξένωση

Ποιος είμαι; Πού ανήκω; Ποια είναι η “σωστή” θέση μου στο χάρτη; Τι είμαι και τι θέλω να είμαι; Είμαι αρκετά καλός σε ό,τι κάνω; Ποιοι είναι οι στόχοι και ποια τα όνειρά μου; Είναι πραγματοποιήσιμα; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα κουράζουν το μυαλό μας συχνά-πυκνά. Δημιουργώντας την αίσθηση του αποπροσανατολισμού και της απόλυτης άγνοιας, οι σκέψεις αυτές δύνανται να μας βάλουν σε πολλών ειδών τριπάκια. Για το σύνολο αυτών των σκέψεων που κάνουν γύρους πάνω από το κεφάλι μου ανά καιρούς, αποφάσισα να χρησιμοποιώ τη λέξη “αποξένωση”. 

four-figures

Τι εννοούμε, λοιπόν, με τον όρο “αποξένωση”; Ένας μαρξιστής θα μιλούσε για την απομάκρυνση του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, και δεν θα ήταν μακριά από αυτό που θέλω να εκφράσω. Ένας νοσταλγός ( του rock‘n’ roll;) θα έλεγε για την έλλειψη της αίσθησης του ανήκειν όταν βρίσκεσαι εκτός της πατρίδας σου, εκτός του λεγόμενου comfort zone σου, που λέμε και στο χωριό. Κάποιος μοναχικός ίσως να απαντούσε πως μιλάμε για το φαινόμενο της απώλειας σύνδεσης με τους γύρω σου. Ένας τέταρτος μπορεί να καταλάβαινε την απόσταση μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού “είναι”, δηλαδή την απόσταση του ατόμου από τον εαυτό του και από όσα νιώθει μέσα του. Και κανείς δεν θα είχε άδικο.

Γυρνώντας από τη δουλειά, ο εργάτης θα βάλει ένα ουίσκι για να πιεί, πριν ανάψει το τσιγάρο του. Με αυτά θα πνίξει τον πόνο του, με αυτά θα ταΐσει το συναίσθημα της αποξένωσης. Αυτός, ζει το συγκεκριμένο συναίσθημα, όπως αυτό εκφράζεται στη μαρξιστική φιλοσοφία. Πρόκειται για την αποξένωση που έρχεται με την απώλεια του ελέγχου του προϊόντος της εργασίας, ως αποτέλεσμα του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Για να γίνει κατανοητό το συναίσθημά του από φίλους και εχθρούς του προλεταριάτου, όμως, ας ξεχάσουμε πως μιλάμε για έναν εργάτη. Ας αντικατατήσουμε τον εργάτη με έναν διανοούμενο που αδυνατεί να συγκρατήσει τις ιδέες του. Ή με έναν ερωτικά απογοητευμένο που βλέπει το αντικείμενο του πόθου του να τον εγκαταλείπει μπρος στα μάτια του. Ή, ακόμα, και με έναν ταξιδιώτη που χάνει το χάρτη και την πυξίδα του, ξεχνάει τον προορισμό του. Ο εργάτης, διανοούμενος, ερωτευμένος ή ταξιδιώτης, βιώνει την απογοήτευση. Μια απογοήτευση που μεταφράζεται σε μια ξενέρα πρωτόγονη και βίαια, ένα δυνατό σπρώξιμο προς τον πάτο, εκεί όπου επιτέλους θα νιώσει ξανά ξέγνοιαστος.

marx33

Ο νοσταλγός, από την άλλη, ο Οδυσσέας που κρύβουμε μέσα μας, νιώθει την αποξένωση διαφορετικά. Όσα μάγια κι αν κάνει η Κίρκη, όσο όμορφο κι αν είναι το κορμί της Καλυψώς, όσο τρυφερή κι αν είναι η Ναυσικά, εκείνος θα ζει την ξενέρα, γιατί καμιά δεν είναι σαν την δική του Πηνελόπη και το νησί των Φαιάκων δεν είναι η δική του Ιθάκη, κι ας μην απέχει πολλά χιλιόμετρα. Το έδαφος, οι άνθρωποι, η φύση και οι ήχοι, όσο όμορφα κι εξωτικά κι αν είναι, δεν θα φτάσουν ποτέ αυτό που ο Οδυσσέας αποκαλεί “πατρίδα”. Όχι γιατί έχουν κάτι λιγότερο, αλλά γιατί ο ίδιος θα νιώθει λιγότερο κάθε μέρα που περνά και δεν βρίσκεται εκεί που (πιστεύει ότι) ανήκει.

Ο τρίτος μας φίλος, ο οποίος όμως νιώθει ότι δεν έχει φίλους, ζει κι αυτός την αποξένωση. Ίσως να ‘χει παρέες και να καλοπερνάει, αλλά νιώθει μόνος. Μπορεί να φταίνε οι γύρω του, που δεν τον ικανοποιούν, περισσότερο όμως φταίνε οι σκέψεις του, που μάλλον έχουν ανάγκη να τον κρατήσουν στην απομόνωση για λίγο, να του πούνε δυο λογάκια. Να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους κι ύστερα ο καθένας να πάρει το δρόμο του. Αλλά η διαδικασία αυτή πονάει τον ήρωά μας και τον ξενερώνει. Τον κρατά καθηλωμένο στο κρεβάτι του, εκεί όπου θα περάσει ώρες κοιμώμενος και αναλογιζόμενος το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αδρανής και πνιγμένος από τις σκέψεις και τα όνειρά του.

Banksy_Torquay_robot

Τέλος, ο τέταρτος ήρωας, ο πιο φιλοσοφημένος της κομπανίας, ζει την αποξένωση με τον εαυτό του. Βρίσκεται στη φάση της εσωτερικής πάλης, καθώς βλέπει την εικόνα του να μην αντικατοπρτίζει το πνεύμα του, την έκφρασή του να μη φέρει τις ιδέες του, το “φαίνεσθαι” να συγκρούεται με το “είναι” του. Τόσο όμοιος και τόσο διαφορετικός από τους υπόλοιπους της παρέας, ξενερώνει όσο και οι άλλοι με την κατάσταση του: την κατάσταση της μη ικανοποίησης. Ξενερώνει με την αδυναμία του να πραγματώσει τα όνειρά του, το πεπρωμένο του, όπως θα έλεγε ίσως ο ίδιος με μοιρολατρική διάθεση. Κι είναι κι αυτός κατάκοιτος, στενοχωρημένος, χαμένος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.

Έτσι, λοιπόν, οι τέσσερις ήρωες περνούν μοναχικά τις μέρες και τις νύχτες τους, ο καθένας μέσα στο δικό του βούρκο, που βρωμάει και ζέγνει σαν το πτώμα της πρώτερής ζωής του. Ώσπου ένα πρωί, κάτι αλλάζει. Ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει το χαμένο πόθο, την πατρίδα, τους ανθρώπους, το μυαλό. Οι τέσσερις φίλοι ξυπνούν, πλένονται, καθαρίζουν τα σώματά τους από τη σαπίλα και την ξενέρα του τίποτα, βγαίνουν έξω προς αναζήτηση νέων ερεθισμάτων, νέων αγώνων, νέων ανθρώπων. Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Μα ακόμα κι αν τα πράγματα δεν έρθουν έτσι – που δεν θα ‘ρθουν, κι αυτό το ξέρουμε – κάπως θα τα κουμαντάρουμε, όλοι μας.